επείγω

επείγω
(AM ἐπείγω)
1. απρόσ. επείγει
είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει»)
2. μέσ. ἐπείγομαι
α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ' ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.)
β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)
νεοελλ.
(το ουδ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) επείγον, επείγουσα
χαρακτηρισμός τηλεγραφήματος, δέματος διαταγής, επιστολής κ.λπ., που δηλώνει ότι είναι ανάγκη να φθάσουν όσο γίνεται συντομότερα στον προορισμό τους
αρχ.
1. πιέζω, ταλαιπωρώ, καταβάλλω («ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
2. καταπονώ, στενοχωρώ («ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει», Ομ. Ιλ.)
3. ωθώ, εξαναγκάζω κάτι να κινηθεί («καιρὸς καὶ πλοῡς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην», Σοφ.)
4. επισπεύδω, επιταχύνω («τὸν οἴκαδ' ἤπειγον στόλον» — επέσπευδαν την επιστροφή στην πατρίδα, Σοφ.)
5. (αμτβ.) σπεύδω σ' έναν τόπο («ἧ νοεῑς ἔπει γέ νυν», Σοφ.)
6. είμαι πρόθυμος για κάτι («πρὸς ἡέλιον κεφαλὴν τρέπε παμφανόωντα, δῡναι ἐπειγόμενος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Με βάση τον αιολ. τ. εποίγω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό, μπορεί να συνδεθεί με το ρ. οίγνυμι* «ανοίγω» (< *Fο-(ε)ιγ-) και με το λεσβ. οείγην «κάνω κάποιον να υποχωρήσει».
ΣΥΝΘ. αρχ. εξεπείγω, κατεπείγω, προεπείγω, προκατεπείγω, συγκατεπείγω, συνεπείγω, υπερεπείγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπείγω — press by weight pres subj act 1st sg ἐπείγω press by weight pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείγετον — ἐπείγω press by weight pres imperat act 2nd dual ἐπείγω press by weight pres ind act 3rd dual ἐπείγω press by weight pres ind act 2nd dual ἐπείγω press by weight imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείγεσθε — ἐπείγω press by weight pres imperat mp 2nd pl ἐπείγω press by weight pres ind mp 2nd pl ἐπείγω press by weight imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείγετε — ἐπείγω press by weight pres imperat act 2nd pl ἐπείγω press by weight pres ind act 2nd pl ἐπείγω press by weight imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπείγῃ — ἐπείγω press by weight pres subj mp 2nd sg ἐπείγω press by weight pres ind mp 2nd sg ἐπείγω press by weight pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπειγμένα — ἐπείγω press by weight perf part mp neut nom/voc/acc pl ἠπειγμένᾱ , ἐπείγω press by weight perf part mp fem nom/voc/acc dual ἠπειγμένᾱ , ἐπείγω press by weight perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπείχθην — ἐπείγω press by weight plup ind mp 3rd dual ἐπείγω press by weight aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπείγω press by weight aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειγομένων — ἐπείγω press by weight pres part mp fem gen pl ἐπείγω press by weight pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειγόμεθα — ἐπείγω press by weight pres ind mp 1st pl ἐπείγω press by weight imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπειγόμενον — ἐπείγω press by weight pres part mp masc acc sg ἐπείγω press by weight pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”